μερεμέτι

μερεμέτι
το
1. (ιδίως για οικοδόμημα) επιδιόρθωση, επισκευή
2. μτφ. α) δριμεία επίπληξη
β) ανηλεής δαρμός, ξυλοκόπημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. meremet].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μερεμέτι — το ιού (λ. τουρκ.), επισκευή, επιδιόρθωση κτιρίου κτλ.: Του αρέσει να ασχολείται με μερεμέτια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μερεμετίζω — [μερεμέτι] 1. (ιδίως σχετικά με οικοδόμημα) κάνω μερεμέτια, επισκευάζω, επιδιορθώνω («πρέπει να μερεμετίσουμε το σπίτι») 2. μτφ. δέρνω ανηλεώς ή επιπλήττω με δριμείς λόγους …   Dictionary of Greek

  • αμερεμέτιστος — η, ο [μερεμετίζω] 1. αυτός που δεν μερεμετίστηκε, δεν επιδιορθώθηκε πρόχειρα ή εν μέρει αυτός που δεν επιδέχεται μερεμέτισμα 3. αυτός που δεν τού τράβηξαν ένα (γερό) μερεμέτι, δεν τόν έδειραν (και για γυναίκα που δεν «εκακοποίησαν») …   Dictionary of Greek

  • μερεμέτισμα — το [μερεμετίζω] (ιδίως για οικοδόμημα) επισκευή, επιδιόρθωση, μερεμέτι …   Dictionary of Greek

  • meremet — MEREMÉT, meremeturi, s.n. (înv. şi reg.) Lucrare de reparaţie sau de întreţinere. ♦ (fam.) Aranjare, dichisire. – Din tc. meremet, ngr. mereméti. Trimis de LauraGellner, 27.05.2004. Sursa: DEX 98  MEREMÉT s. v. refacere, reparare, reparat,… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”